- φρουτιέρα
- φρουτιέρα, η και φουρτιέρα, η(λ. ιταλ.), επιτραπέζιο δοχείο για την τοποθέτηση φρούτων μέσα σ΄ αυτό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρουτιέρα — και φουρτιέρα, η, Ν επιτραπέζιο σκεύος για φρούτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fruttiera] … Dictionary of Greek
-ιέρα — κατάληξη θηλ. ουσ. τα οποία αποτελούν μεταφορά στην Ελληνική τόσο ιταλικών λέξων που σημαίνουν θήκη, δοχείο (πρβλ. σαλτσιέρα < salsiera), ταμπακιέρα < tabacchiera), φρουτιέρα < fruttiera) όσο και γαλλικών (πρβλ. γκαρσονιέρα <… … Dictionary of Greek
σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο … Dictionary of Greek
Γκρι, Χουάν — (Juan Gris, Μαδρίτη 1887 – Παρίσι 1927). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού ζωγράφου Χοσέ Βιστοριάνο Γκονθάλεθ (Jose Vistoriano Gonzales). Η έμφυτη διαλεκτική αυστηρότητά του γρήγορα τον προσανατόλισε σε πειραματισμούς που κατέληξαν στον κυβισμό… … Dictionary of Greek